- μαχαίρη
- μαχαίρῃμάχαιραlarge knife: fem dat sg (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Μαχαίρῃ — Μαχαίρηι , Μαχαίρευς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαίρῃ — μάχαιρα large knife fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαίρηι — μαχαίρῃ , μάχαιρα large knife fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek